- ὀλβάχιον
- ὀλβάχιον
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
ολβάχιον — ὀλβάχιον και ὀλβάχνιον και ὄλεχον, τό, και ὀλβακήϊα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πλεονάζουσι δὲ τὸ β Συρακούσιοι ὡς ἐπὶ τοῡ ὀλβάχνιον, ὀλάχνιον γάρ ἐστι τὸ ἀπαθὲς τὸ τὰς οὐλὰς ἔχον σημαίνει δὲ τὸ κανοῡν (κάνιστρον) ἐν ᾧ ἀπετίθεντο τὰς οὐλάς». [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
όλεχον — ὄλεχον, τὸ (Α) βλ. ολβάχιον … Dictionary of Greek